- ακαταγώνιστος
- -η, -ο (Α ἀκαταγώνιστος, -ον) [καταγωνίζομαι]ακατάβλητος, αήττητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκαταγώνιστος — unconquerable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαταγώνιστος — η, ο ακαταμάχητος: Ορισμένα από τα επιχειρήματά του είναι ακαταγώνιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαταγώνιστον — ἀκαταγώνιστος unconquerable masc/fem acc sg ἀκαταγώνιστος unconquerable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταγωνίστοις — ἀκαταγώνιστος unconquerable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταγωνίστου — ἀκαταγώνιστος unconquerable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταγωνίστους — ἀκαταγώνιστος unconquerable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταγωνίστῳ — ἀκαταγώνιστος unconquerable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταγώνιστα — ἀκαταγώνιστος unconquerable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταγώνιστε — ἀκαταγώνιστος unconquerable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταγώνιστοι — ἀκαταγώνιστος unconquerable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)